Liberta e Sogni.

ποιοι είμαστε αλήθεια; οι σούπερ ήρωες ή η κρυφή τους ταυτότητα;

Άσιμος.

Ανθρώπους ψάχνουμε όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να'χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες και αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.

Cos'there's still magic in this world..

Cos'there's still magic in this world..
"drunk fairies on magic potions, beautiful witches and old pirates... They all come to life when the music starts."

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Πού και πού ευτυχισμένοι

Θυμάμαι την πρώτη φορά που μιλήσαμε κι ας ήμασταν δυο άγνωστοι. Ταιριάζαμε απόλυτα στις μουσικές, στ'άλλα κάπου το χάναμε λίγο, αλλά με λίγο χιούμορ, αυτό το περίεργο χιούμορ και των δυο μας τα βρίσκαμε.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που δεν ήμουν καλά και στο είπα. Θυμάμαι τα μάτια σου να στέκονται απέναντι μου και να με καταλαβαίνουν. Τότε είχα σκεφτεί πως ήμουν τυχερή, πως βρήκα έναν άνθρωπο επιτέλους που με ακούει, μέσα στην πληθώρα των ανθρώπων που δεν νοιάζονται.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου είπες κι εσύ ότι δεν ήσουν καλά κι οτι έκλαιγες με κάποια πράγματα στη δουλειά. Θυμάμαι να στεναχωριέμαι, να προσπαθώ να σε κάνω να γελάσεις για να ξεχαστείς. Τι χαρά ένιωσα όταν έβλεπα το χαμόγελό σου μπροστά μου μέσα στην τόση σου στεναχώρια.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου είπες οτι ήθελες τόσο πολύ να μπεις μέσα μου. Που είχες σπάσει τον κλοιό της αμφιβολίας για το αν με θες σαν φίλη σου ή όχι. Πόσο ανάλαφρη είχα νιώσει όταν κατάλαβα πως ήθελες κι εσύ το ίδιο. Γιατί, εντάξει, εγώ, αλήθεια σου λέω, σε ήθελα με όλο μου το είναι.
Μετά από λίγες μέρες έφυγες μακριά μου, χωρίς να προλάβουμε να νιώσουμε ο ένας τον άλλον. Μετά σταμάτησαν όλα, μετά έκανες τη ζωή σου κι είχαμε αρκεστεί στο τελετουργικό όταν έφταναν ξημερώματα να μου στέλνεις κάποια χαζή φώτο, να μιλάμε ανούσια, να μην είμαστε πλέον εμείς, να χαθούν οι συζητήσεις μας.
Θυμάμαι που δεν ήθελα να σου απαντάω πια γιατί δεν έβρισκα κάποιο νόημα να σε σκεφτώ σαν όλους τους άλλους. Θυμάμαι που δεν το έκανα, γιατί δεν ήθελα να χαλάσω το τελετουργικό μας, μην τυχόν και δεν μου ξαναστείλεις.
Πέρασαν μήνες, ανούσιοι, κουραστικοί. Πλέον, δεν γνωρίζαμε ο ένας το τι περνάει ο άλλος και δεν ρωτούσαμε. Δεν ήξερα πώς να νιώσω. Έκλαιγα, δεν ξέρω από τι ήταν πραγματικά, αλλά ένιωθα σαν να απομακρύνεται ο άνθρωπός μου. Δεν ήξερα ούτε τι να κάνω, το άφηνα να κυλάει με την σκέψη του όταν σε δω θα είναι όλα ίσως όπως παλιά.
Θυμάμαι το βράδυ που είχες πιει και μου είχες πει ότι θα με ήθελες κοντά σου και σου είχα πει να έρθεις να με βρεις. Δεν το έκανες όμως. Ήμουν χαρούμενη μέσα στη δυστυχία μου. Έστω κι αυτές τις ελάχιστες στιγμές που έπιανα λίγο συναίσθημα από σένα. Με ρωτούσαν οι φίλες μου τι γίνεται με τον Πέτρο; Κι έλεγα "ε να μωρέ, όπως όλες αυτές οι σχέσεις. Έχουν τα πάνω και τα κάτω".
Πόσο δεν ήθελα να είμαστε σαν όλες αυτές τις σχέσεις. Πόσο θα ήθελα να είχαμε κάτι που να άξιζε γιατί ήταν για μας. Άξιζε να είχαμε κάτι δυνατό, να νιώθαμε. Δεν ξέρω γιατί το παρατήσαμε, γιατί αρκεστήκαμε μόνο σε αυτό, αλλά πλέον ξέρω πολύ καλά τι ήμασταν. Πού και πού ευτυχισμένοι. Ίσως και τελικά, αυτό να μας άξιζε.