Ανοίγω την πόρτα προσπαθώντας να ξεφύγω από τα φώτα και τους ήχους της πόλης.
Στην προσπάθεια μου η πόρτα τρίζει, σηκώνεται λίγο σκόνη αλλά τελικά ανοίγει.
Ένα σύννεφο από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, τσιγάρων, χόρτου, ιδρώτα και βρωμερών ανασών με περιτριγυρίζει.
Χαμογελάω γιατί νιώθω ότι είμαι σπίτι μου, στο μαγαζί που πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια.
Όλα μοιάζουν ίδια, αλλά είναι τόσο διαφορετικά.
Βλέπω άγνωστα κορμιά να λικνίζονται και μπορώ να δω την επιθυμία τους να αγγιχτούν, να κάνουν έρωτα, ν'αγαπήσουν.
Γελάω πιο δυνατά και προσπαθώ να βρω τους φίλους μου.
Ξαφνικά, μέσα στο χαμό, μυρίζω ένα άρωμα. Το αίμα μου παγώνει ξαφνικά, σαν το δωμάτιο να μεταφέρθηκε σε μια παγωμένη λίμνη της Νορβηγίας.
Γυρίζω προς το μέρος που το μύρισα και μένω να παρατηρώ από κάτω προς τα πάνω.
Ηταν σίγουρα αυτή.
Χριστέ μου, τι ήθελε εδώ; Μακάρι να μην με δει, μακάρι.
Στην προσπάθειά μου να βρω γρήγορα τα παιδιά , πάτησα στο βρεγμένο πάτωμα, παραπάτησα και έπεσα προς τα δεξιά, ακριβώς ένα μέτρο δίπλα της.
-Στέφανε; Χριστέ μου, είσαι όντως εσύ;
-Νεφέλη; Δεν το πιστεύω, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Και ήταν όντως έτσι. Το χαμόγελό της ήταν ακόμη τόσο λευκό, τα μάτια της τόσο λαμπερά κι ας ήμαστε πλέον 28 χρονών. Έμεινα να την κοιτάζω, όπως πάντα, χωρίς να έχω ιδέα τι στον πούτσο να της πω. Πάλι ήταν η ίδια επιθυμία να την εντυπωσιάσω, αλλά είχα κουραστεί να προσπαθώ να βρω τα σωστά λόγια για να μου χαρίσει απλά ένα χαμόγελο ή απλά για να την κάνω να διαφωνήσει μαζί μου ώστε να πιάσουμε τη συζήτηση για ώρες.
-Με το Γιώργο όλα καλά; Μια τεράστια μούτζα προσγειωνόταν από όλο το σύμπαν στο πρόσωπό μου, ΜΑ ΤΙ ΕΙΠΑ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ;
-Όχι ιδιαίτερα, είμαι μόνη μου, εσύ; Ακόμη ερωτευμένος μ'εκείνη που δεν τόλμησες να της το πεις ποτέ;
-Μπα, δεν νομίζω, δεν ξέρω. Βασικά να σου πω την αλήθεια, δεν τη βλέπω πια πολύ συχνά.
-Μα τι ηλίθιος είσαι
-Παρακαλώ;
-Λέω είσαι ηλίθιος
-Ναι, το κατάλαβα, αλλά γιατί είμαι ηλίθιος;
-Γιατί φοβάσαι ν'αγαπήσεις.
-Κι εσύ δε φοβάσαι να πληγωθείς;
-Όχι, μα θα ταν τόσο χαζό να το φοβόμουν αυτό γιατί θα μουν ένα άψυχο αντικείμενο.
Η μουσική τότε δυνάμωσε, πήγα να της απαντήσω αλλά ούτε εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τη φωνή μου. Μετά από τρεις προσπάθειες, τα παράτησα και απλά τη χτύπησα φιλικά στον ώμο και της έκανα ένα νεύμα που μάλλον σήμαινε Θα τα πούμε γι αυτή, αλλά για μένα σήμαινε πιο πολύ κάτι σαν Είσαι ο έρωτας της ζωής μου.
Πλησίασα τα παιδιά κι αμέσως παρήγγειλα. Δε θυμάμαι ακριβώς σε ποιο ποτό ήμουν όταν άκουσα τους Black Keys να τραγουδάνε Too afraid to love you. Ίσως είχε δίκιο για μένα, ίσως φοβόμουν. Δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα παρά μόνο ότι την ήθελα δικιά μου και ότι ήμουν απόλυτα μεθυσμένος.
Πήγα στο μπαρ και πλήρωσα, χαιρετισα τα παιδιά και μπήρα το μπουφάν μου. Την είδα να χορεύει το τραγούδι, έπρεπε να το κάνω, έπρεπε για μένα, γι αυτή, για ένα γαμημένο καλύτερο μέλλον.
-Νεφέλη, ίσως είχες δίκιο.
-Για ποιο Στέφανε;
-Που δεν της είπα ποτέ πόσο τη γούσταρα και πόσο κάθε μέρα ήθελα να ξυπνάω δίπλα της, πόσο ήθελα να της δίνω να φοράει το φούτερ μου τις μέρες που βρέχει, πόσο ήθελα να τη φιλάω μέχρι να μουδιάσουν τα χείλη μου, πόσο πολύ ήθελα να την αγαπήσω.
Την είδα να δακρύζει.
-Πήγαινε σε αυτή τότε Στέφανε, πες της τα όλα αυτά.
-Νεφέλη, μόλις της τα είπα.
Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου