Liberta e Sogni.

ποιοι είμαστε αλήθεια; οι σούπερ ήρωες ή η κρυφή τους ταυτότητα;

Άσιμος.

Ανθρώπους ψάχνουμε όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να'χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες και αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.

Cos'there's still magic in this world..

Cos'there's still magic in this world..
"drunk fairies on magic potions, beautiful witches and old pirates... They all come to life when the music starts."

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

γιατί;

Στεναχωριέμαι.
Και δεν είναι στ' αλήθεια που δεν είμαστε μαζί ή που μιλάμε σπάνια πια.
Δεν είναι γιατί πλέον δεν μπορώ να σε αγγίξω, δεν μπορώ να νιώσω να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά.
Δεν είναι γιατί πλέον δεν πηγαίνουμε βόλτες με το μηχανάκι, να κάνεις σαν μικρό παιδί, να κάνεις πράγματα που μ'εκνευρίζουν επειδή το ξέρεις και επειδή σ'αρέσει να με βλέπεις εκνευρισμένη.
Δεν είναι γιατί δεν ξέρω τι σκέφτεσαι για το κάθε τι γύρω.
Δεν είναι γιατί δεν ακούω να μου λες αστεία, να προσπαθείς να κάνεις το κάθε τι σκληρό μαλακό μόνο για μένα.
Είναι γιατί βλέπω πως έχεις αλλάξει.
Δεν είσαι αυτός που ερωτεύτηκα.
Δεν είσαι αυτός που δεν νοιαζόταν να δειχθεί σε ηλίθιες γκόμενες μόνο και μόνο για να αρέσει.
Δεν είσαι αυτός που δεν σχολίαζε παντού για να δείξει την παρουσία του.
Δεν είσαι αυτός που δεν νοιαζόταν να φανεί έξυπνος σ'ένα σωρό αγνώστους ώστε να είναι επιθυμητός.
Δεν είσαι αυτός που γνώρισα και στ' αλήθεια στενοχωριέμαι.
Σε θέλω καλά, σε θέλω αληθινό, σε θέλω όπως παλιά.
Δεν έχει σημασία αν είσαι δικός μου, αρκεί να είσαι εσύ.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Creep.

Γυρίζω στο σπίτι μεθυσμένη, κοιτάζω τους τοίχους, ψάχνω συνθήματα αγάπης.
Τα έχω ανάγκη αυτό το βράδυ, έχω ανάγκη να δω ότι και κάποιος άλλος αγαπάει εκεί έξω.
Στέκομαι σ'έναν τοίχο, νιώθω τα πόδια μου να μη με βαστάνε, το κεφάλι μου να γυρίζει.
Γονατίζω και βάζω το κεφάλι μου ανάμεσα στα γόνατά μου.
Νιώθω τον αέρα της μεγάλης πόλης, σηκώνω το κεφάλι μου. Θα γίνω καλά, θα πάω σπίτι σήμερα.
Άνθρωποι περνάνε και οι μορφές τους μου φέρνουν στο μυαλό εσένα.
Παρατηρώ γύρω μου και καταλαβαίνω ότι είμαι κοντά.
Θυμάσαι παλιά όταν γυρνούσαμε σπίτι; Σκεφτόμασταν πόσο δίπλα μένουμε και πώς η ζωή το ήθελε αυτό. Τώρα που το θυμήθηκα, μου ακούστηκε τόσο ηλίθιο, τόσο γελοίο.
Μου λείπεις και τα δάκρυα αρχίζουν να πέφτουν απ'τα μάτια μου στα μάγουλά μου.
Θυμάμαι πως πάντα μιλούσες για τα μάγουλά μου, πως πάντα σου άρεσε να τα τσιμπάς.
Ένα ζευγάρι με προσπερνάει και γυρνάει να κοιτάξει αν είμαι καλά.
Ωχ Θεέ, πραγματικά πρέπει να μοιάζω με καημένο.
Σηκώνομαι κι αρχίζω να περπατάω, πρέπει να γίνω πιο δυνατή, τώρα θα περάσω κάτω απ΄το σπίτι σου. Είναι και ο μόνος δρόμος γαμώτο για να φτάσω στο δικό μου.
Θυμάσαι παλιά που νιώθαμε σαν να μην είχαμε δύο σπίτια; Που κάναμε πλάκες και γελούσαμε λέγοντας πού θα μείνουμε το βράδυ στο κανονικό ή στο εξωχικό;
Τι τα θυμάμαι όλα αυτά άραγε; Λες και κάτι θ'αλλάξει.
Είμαστε στ'αλήθεια τόσο κοντά, αλλά τόσο μακριά. Και να φανταστείς ότι όταν ήρθα στην Αθήνα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα έρθει και για σένα, για να έρθω πιο κοντά, για να δώσω στα αισθήματά μου μια ευκαιρία. Δεν στο είχα πει ποτέ, αλλά δεν σου είχα πει κι άλλα πράγματα.
Περνάω κάτω από το σπίτι σου τώρα και αυτόματα επιταχύνω το βήμα, δεν κοιτάζω ποτέ πάνω, έτσι κι αλλιώς δεν είσαι ποτέ εκεί.
Γνωστοί μου είπαν ότι ερωτεύτηκες άλλη και ότι περνάς χρόνο μαζί της, όπως τότε μαζί μου, πως μένεις στο σπίτι της τα βράδια γιατί αυτή πρέπει να ξυπνάει νωρίς.
Καθώς στρίβω στη γωνία, μόνο τότε γυρίζω και κοιτάζω στο μπαλκόνι σου. Το φως είναι κλειστό. Δάκρυα έρχονται ξανά στα μάτια μου, ξεφυσάω και προχωράω.
Μέσα στις σκέψεις μου πέφτω σε κάποιον και δεν του ζητάω καν συγνώμη. Το λιγότερο που με νοιάζει είναι να φανώ ευγενική.
-Νεφέλη;
Κοκαλώνω, καταλαβαίνω πως είναι η φωνή σου, αλλά δεν τολμώ να γυρίσω, είμαι στα χάλια μου.
Συνεχίζω να προχωράω ωσπου νιώθω ξανά το χέρι σου στον αγκώνα μου.
-Νεφέλη;
Γαμώτο, τώρα πρέπει να γυρίσω.
-Σταύρο; Θεέ, με τρόμαξες.
-Ναι καλά, σχεδόν με αγνόησες. Τι κάνεις εδώ;
-Εμ, πάω σπίτι ίσως;
-Κλαις;
-Όχι.
-Ψέματα λες;
-Τι θες ρε Σταύρο;
-Γιατί κλαις;
-Κάτι έγινε.
-Όπως;
-Έμαθα κάτι.
-Θα μου λες ψέματα για πολύ ακόμη;
-Ωραία, τι θες ν'ακούσεις;
-Γιατί κλαις;
-Γιατί περνάω κάτω από το σπίτι σου.
-Και γιατί κλαις;
-Γιατί θυμάμαι.
-Μικρή, οι ζωές προχωράνε.
-Το ξέρω, καλή αρχή
-Δεν είναι εύκολο ε;
-Το να σε βλέπω να προχωράς; Με δουλεύεις;
-Να προχωράς εννοώ.
-Γουατέβερ, πρέπει να φύγω. έχω πιει.
-Θες να σε πάω σπίτι;
-Σταύρο, μένω μόνο δυο πολυκατοικίες παρακάτω.
-Σκέφτηκα ίσως ήθελες λίγο χρόνο μαζί μου.
-Εγώ ή εσύ;
-Έχει σημασία;
-Για μένα ή για σένα;
Γελάμε. Σε βλέπω πια ξεκάθαρα, δεν είσαι φάντασμα όπως τις άλλες μέρες που σε φανταζόμουν. Είσαι αληθινός, είσαι δίπλα μου.
-Καληνύχτα Σταύρο, καλά να περνάς.
-Καληνύχτα ρε Νεφέλη.
Προχωράω, δεν κοιτάζω πίσω. Δεν νιώθω ούτε καν την ανάσα μου, τα χέρια μου τρέμουν. Ανοίγω την πόρτα της πολυκατοικίας και κάθομαι στα σκαλιά. Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε μόλις.
Σβήνει το φως και μένω μόνη στο σκοτάδι. Πρέπει να καπνίσω. Στρίβω τσιγάρο και το ανάβω, κάνω μια τζούρα. Πλέον νιώθω ήρεμη. Το περίμενα διαφορετικό, αλλά ήταν ωραίο. Ξαφνικά βλέπω μια μορφή έξω από την πολυκατοικία, κάτι μουρμουρίζει κάτι κοπανάει, προσπαθεί να χτυπήσει ένα κουδούνι αλλά δεν το κάνει.
Προχωράω αθόρυβα προς την πόρτα, ήταν αυτός. Κάθεται απλά όρθιος και κοιτάζει τον ουρανό.
Προσπαθώ να σκεφτώ με τη λογική, αλλά αυτή τη στιγμή όλο αυτό το βρίσκω παράλογο. Ανοίγω την πόρτα.
-Ψάχνετε κάτι;
Γελάει.
-Εσένα.
-Ωραία λοιπόν, τι με θες;
-Δεν είμαι σίγουρος.
-Χμμ, αυτό το κατάλαβα με το να πατήσω- να μην πατήσω το κουδούνι.
-Τι; με παρακολουθείς τώρα;
-Μην κολακεύεσαι, απλά καθόμουν στα σκαλάκια.
-Νεφέλη, ήταν έντονο αυτό, δεν ήταν;
-Πάντα έτσι θα ναι Σταύρο νομίζω με μας τους δυο. Δεν είναι κι εύκολο ε; Ζήσαμε έναν έρωτα.
-Νεφέλη, θέλω να σου πω κάποια πράγματα.
-Πάμε πάνω.
-Προτιμώ τα σκαλάκια.
Μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε στο σκοτάδι πλέον.
-Ακούω.
-Ξέρω ότι είμαι δύσκολος άνθρωπος, ξέρω ότι δεν σου ήταν εύκολο να με αγαπήσεις, ξέρω ότι είμαι κλειστός. Αλλά θέλω να σου πω ότι τα κατάφερες. Έσπασες κάθε άμυνά μου, νιώθω ευάλωτος πλέον, δεν μπορώ να σου κρυφτώ άλλο. Προσπάθησα να προχωρήσω Νεφέλη, αλήθεια, αλλά νομίζω δεν γίνεται. Είμαι σε ηλικία πλέον που καταλαβαίνω πότε είναι έρωτας, πότε γαμήσι και πότε αγάπη. Δεν μπορώ να περιμένω να το ζήσω αυτό ξανά με άλλη και να σου πω την αλήθεια δεν θέλω να το ζήσω με άλλη. Θέλω να σου πω λοιπόν ότι σ αγαπάω, νομίζω ναι, σ'αγαπάω.
-Δεν μπορώ να είμαι με έναν άνθρωπο που να μην μπορώ να δεθώ συναισθηματικά, που να μην ξέρω αν μπορώ να στηριχτώ πάνω του ή όχι. Κάθε μέρα στο νοσοκομείο άνθρωποι που βλέπω καθημερινά μπορεί να πεθαίνουν Σταύρο,  μπορεί να φεύγουν και αυτή η αβεβαιότητα ήδη με σκοτώνει. Έρχονται παιδάκια κάθε μέρα και δεν πρέπει να δεθώ συναισθηματικά μαζί τους γιατί ίσως συμβεί το χειρότερο. Δεν μπορώ να ζω το ίδιο και στο σπίτι όταν γυρίζω από μια τέτοια μέρα.
-Έχεις δίκιο Νεφέλη, συγνώμη για όλα.
-Μη ζητάς συγνώμη, έτσι είναι ο χαρακτήρας σου, γι αυτό σ'αγαπάω. Απλά ίσως να μην το χουμε μαζί.
-Μα είμαι φρικτός στο να μη σ'αγαπάω, πίνω, γίνομαι οξύθυμος και καταλήγω μόνος.
-Είσαι δυνατός, θα βρεις μια λύση.
Σηκώνεσαι, με κοιτάς, μου χαμογελάς. Δεν λες τίποτα και απλά φεύγεις.
Πλέον είμαι κομμάτια, σκέφτομαι πολλά πράγματα αλλά κυρίως το ότι σε άφησα να φύγεις.
Πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνω, πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη.
Ανεβαίνω στο σπίτι και ξεντύνομαι.
Ακούω το κινητό μου να χτυπάει και βλέπω τον αριθμό του.
-Τι έγινε πάλι;
-Άνοιξέ μου γαμώτο να πούμε ένα αντίο της προκοπής.
Ακούω την πόρτα να χτυπάει και ανοίγω.
Είμαι ήδη με τα εσώρουχα και τρέχω στην αγκαλιά σου. Σε φιλάω και ανταποκρίνεσαι. Με σηκώνεις πάνω και με πηγαίνεις στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί, όλα τελειώνουν.
Ξυπνάω το πρωί και κοιτάζω δίπλα μου, δεν είσαι εκεί, κι όμως μυρίζω το άρωμά σου.
Νομίζω είναι όνειρο, αλλά πηγαίνω στη κουζίνα και σε βλέπω να φτιάχνεις καφέ.
-Αυτός ήταν χωρισμός ε;
Γελάς και με πλησιάζεις.
-Είμαστε χάλια στο να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον, εγώ στο πα.
Γελάω κι εγώ. Τώρα ξέρω. Είμαστε όντως χάλια.