-Είσαι καλά γιε μου; Πόσο θα κάτσεις;
-Καλά θείο. Όσο χρειαστεί.
-Και οι βαλίτσες;
-Δεν έχω θείο. Μόνο πήγαινέ με σπίτι.
Στη διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα, ήμασταν και οι δύο το ίδιο σινάφι, ήμασταν και οι δύο τόσο λιγομίλητοι. Κι όμως τα μάτια μας έκρυβαν τόσα πολλά συναισθήματα, συναισθήματα που δεν εκφράζονται με λόγια. Μπήκα στο σπίτι κι αμέσως πήγα στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι αφουγκράστηκα την σιωπή. Κάπου μετά από λίγη ώρα θαρρώ πως άκουσα το γέλιο σου στο δωμάτιο, τότε που ακόμα μικρά, μιλούσαμε, κάναμε όνειρα, τότε που σε γαργαλούσα, που πείραζα τα μαλλιά σου, τότε που μου έλεγες Νίκο, πρέπει να διαβάσεις, τι θα γίνεις βοσκός; Η Μαιρούλα δεν θέλει βοσκούς. Και είχα διαβάσει μετά, όχι για τη Μαιρούλα, αλλά μόνο για σένα, για να είσαι περήφανη για το φίλο σου, για να λες ότι σε ακούω. Γιατί το είχες ανάγκη αυτό, το να σε ακούνε οι άλλοι.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα από το σπίτι χωρίς να πω κουβέντα πάλι. Πήγα σε όλα τα μέρη που πηγαίναμε μικροί, στο μέρος που είχες πέσει από το πολύ ποτό, στο μέρος που είχες κλάψει όταν έχασες τον μπαμπά σου, στο μέρος που σε είχα αγγίξει για πρώτη φορά στην γυμνή απ'το μαγιό κοιλιά σου, στο μέρος που σε φίλησα και καλά μεθυσμένος για πρώτη φορά, στο μέρος που είχαμε μαλώσει για πρώτη φορά. Ήλπιζα να σε δω, αλλά ήξερα πως δεν είχες έρθει ακόμη. Έπρεπε να βρω το θάρρος αυτή τη φορά να σου πω το πόσο πολύ σ'αγαπάω.
Είχε νυχτώσει κι έπρεπε τώρα να σε δω, ήξερα εδώ και πολλά χρόνια που να σε βρω. Ήξερα πως θα ήσουν πάντα εκεί, γιατί παλιά ήταν από τα αγαπημένα σου μέρη. Τόσο παράξενη ήσουν.
Πλησίασα και σε είδα, είδα τη φωτογραφία σου να μου χαμογελά. Είχες ζητήσει να σε θάψουν δίπλα από τον πατέρα σου. Ήσουν τόσο όμορφη πάντα. Έχουν περάσει σχεδόν 5 χρόνια πια κι ακόμα μου χαμογελάς. Κοντεύω να ξεχάσω τη φωνή σου πλέον. Ήρθε η στιγμή να σου πω το πόσο σ'αγαπάω. Σκύβω και σε φιλάω γι ακόμη μια φορά κι αυτή τη φορά σου αφήνω ένα χαρτάκι.
"Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω
τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσωΚι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου
Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου"
Σ'αγαπάω. Για πάντα δικός σου.
Γύρισα σπίτι κι έτσι κουρασμένος ξέσπασα σε κλάματα. Μακάρι ν'άκουγα ξανά τη φωνή σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου