Ήταν επίσημα πλέον η μέρα που η ώρα άλλαξε. Όχι άλλαζε,
άλλαξε, για μένα εκείνη τη μία και μοναδική φορά. Γινόταν πιο μικρή, χειμώνιαζε
δηλαδή. Η νύχτα επομένως μεγάλωνε και μαζί μεγάλωνε κι η μοναξιά μου. Τη μέρα
ξεχνιόμουν αλλά τη νύχτα κάθε φορά που ξάπλωνα εμφανιζόσουν μπροστά μου. Δεν το
έχω πει σε κανέναν αλλά έχω δύο μαξιλάρια επίτηδες. Το ένα το έχω για να
στηρίζω το κεφάλι μου και το άλλο για να το παίρνω αγκαλιά και να του μιλάω για
διάφορα, έστω και να μην μιλάω απλά να κλαίω όπως έκανα σε σένα παλιά. Δεν το
έχω παραδεχτεί ποτέ αλλά είσαι ο μόνος άντρας που ποτέ αγάπησα. Και αυτό για
πολλά πράγματα που δεν έχουν σημασία εφόσον πλέον τα γνωρίζω εγώ.
Εκείνη τη μέρα, ή μάλλον βράδυ μου έλειπες αφόρητα. Θυμήθηκα
εκείνο το τελευταίο βράδυ μας και νευρίασα γιατί ποτέ δεν έκανα και δεν είπα
αυτά που ήθελα. Κοίταξα το ρολόι, ήταν μία η ώρα. Μου ήρθε μια τρελή ιδέα.
Έπρεπε να το κάνω για μένα, για σένα αλλά κυρίως για μας επειδή το αξίζαμε.
Σηκώθηκα κι άνοιξα τον υπολογιστή, μπήκα στο προφίλ σου στο facebook και
ευτυχώς για καλή μου τύχη ή λόγω καγκουριάς των φίλων σου υπήρχε ένα check-in. Το ήξερα το μαγαζί, έπρεπε να
βιαστώ. Ετοιμάστηκα γρήγορα και πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό με θεωρούσα ξανά
όμορφη. Βγήκα έξω και περίμενα να περάσει ταξί. Κοίταξα το ρολόι μου ήταν ήδη
2,30. Θα έκανα πολλή ώρα να φτάσω και θα μου έφευγαν πολλά λεφτά αλλά έπρεπε να
το κάνω.
Ήταν 3 παρά κάτι λίγο όταν μπήκα στο μαγαζί. Κάποιοι που
καθόντουσαν στην είσοδο γύρισαν με κοίταξαν και κάτι είπαν μεταξύ τους. Δεν
έδωσα σημασία, έψαξα να σε βρω. Προχωρούσα μέσα στο μαγαζί όταν είδα το Γιάννη
το φίλο σου. Με κοίταξε κι αυτός και έμεινε έκπληκτος, τον πλησίασα.
-Επ Γιάννη, τι κάνεις;
-Πλάκα κάνεις τώρα, πού βρέθηκες εσύ εδώ;
Και ξαφνικά άνοιξε ο κύκλος και σε είδα. Η καρδιά μου έπαψε
να χτυπά για ένα δευτερόλεπτο κι ήμουν σίγουρη πως το ένιωσες κι εσύ αυτό. Σε
πλησίασα και κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακριβώς 3.
-Γεια σου ψηλέ
-Μικρή; Τι κάνεις εδώ;
-Για σένα ήρθα. Έλα μαζί μου.
-Να κάνουμε τι;
-Έλα.
Με κοίταξες για λίγα δευτερόλεπτα και άρπαξες το μπουφάν
σου, ψέλλισες κάτι στους φίλους σου κι έπιασες το χέρι μου.
-Πού πάμε;
-Who cares?
Γέλασε και βγήκαμε έξω. Περπατούσαμε χωρίς να μιλάμε κι
ακόμα μου κρατούσες το χέρι. Περπατούσαμε λίγο όταν είδα ένα πάρκο.
-Πάμε να κάνουμε κούνια
-Μικρή τι λες; Γέρασα
-Όλοι ψάχνουμε μια δικαιολογία να κάνουμε κούνια, έλα μωρέ
γεροξεκούτη
Άρχισα να τρέχω και με ακολούθησες, γελούσαμε πολύ, σαν
μικρά παιδιά. Όλα γύρω φαίνονταν αδιάφορα σαν να μην υπήρχε ποτέ κανένας.
Κάναμε κούνια και κοιταζόμασταν στα μάτια. Σηκώθηκα και κάθισα στα πόδια του,
τυλίγοντας τα δικά μου γύρω από τη μέση του.
-Γιατί ήρθες σήμερα;
-Μας δίνω την ευκαιρία που ποτέ δεν είχαμε
-Σε ποιο πράγμα;
-Σ’αγαπώ. Πάντα σ’αγαπούσα. Συγνώμη.
Βούρκωσαν τα μάτια μας γιατί δεν χωρούσαν άλλα συναισθήματα.
-Είσαι πολύ όμορφη
-Εσύ; Εσύ δεν μ’αγαπάς;
-Γιατί ζητάς την επιβεβαίωση;
-Δεν έχεις ανάγκη εσύ μήπως από συναισθήματα;
-Σ’αγαπάω. Καμία δεν είναι σαν εσένα
-Τόσο γκρινιάρα;
-Τόσο και παραπάνω. Φίλησέ με
Και φιληθήκαμε και η καρδιά μου κόντευε να βγει απ’ το σώμα
μου. Σταματήσαμε για να σου μιλήσω ξανά
-Δεν είναι κρίμα να είμαστε χώρια;
-Η ιστορία μας έκανε τον κύκλο της, δεν έχω κάτι άλλο να σου
δώσω μικρή
-Δεν μου έδωσες και πολλά, μόνη μου αγαπούσα, μόνη μου
έδειχνα
-Δεν με κατάλαβες ακόμη; Θα με βαρεθείς
-Όταν ξαπλώνω και κλείνω τα μάτια πάντα είσαι εκεί
-Δεν αντέχω τη μέρα μου όταν ξυπνάω και δεν είσαι εκεί να
φτιάχνεις καφέ και να τραγουδάς
-Δεν αντέχουμε ο ένας τον άλλον, δεν αντέχουμε ο ένας χωρίς
τον άλλον, τι περιπτωσάρες είμαστε εμείς μου λες;
-Θ’ αρραβωνιαστώ μικρή, οι γονείς μου με πιέζουν, βρήκα μια
κοπέλα, καλή είναι
Ο αέρας έφυγε από την ατμόσφαιρα ξαφνικά.
-Μην το κάνεις, έλα να ζήσουμε μαζί
-Είσαι μόνο 23 και εγώ 32 τι μέλλον έχουμε;
-Τρια άσχημα παιδάκια
-Δεν γίνεται μικρή, δεν είναι το γραφτό μας. Πάμε τώρα
-Φίλησέ με
Φιλιόμασταν κοίταξα την ώρα και ήταν 4 παρά είκοσι.
-Πάμε πρέπει να γυρίσεις στα παιδιά
-Εσύ; Σε ποιον θα γυρίσεις;
-Στην ανάμνησή σου
Κατέβηκα από πάνω του και προχώρησα αρκετά χωρίς να κοιτάω
πίσω, χωρίς να κρατάω το χέρι του. Ένιωθα καλά, ένιωθα 100 κιλά πιο ελαφριά κι όμως
δεν ήθελα να σκέφτομαι πως θα ήταν με άλλη. Δε γινόταν.
-Δε γίνεται να είσαι με άλλη
-Δε θέλω να είμαι με άλλη αλλά πληγώθηκα, υπέφερα
-Και γιατί δεν ήρθες να με βρεις;
-Σ’ευχαριστώ για το σημερινό.
Κοίταξα κι είχαμε φτάσει έξω από το μαγαζί.
-Ποιο σημερινό;
-Που ήρθες εδώ να με βρεις, να το τελειώσουμε σωστά
-Μα τι λες; Πότε ήρθα;
-Με δουλεύεις μικρή; Στις τρεις δεν ήρθες
-Τρεις είναι τώρα, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
Γέλασα και του έκλεισα το μάτι. Ήταν όντως τρεις, ήταν σαν
να μη συνέβη ποτέ όλο αυτό κι όμως έγινε. Χαμογέλασα με το πώς το είχα καταφέρει
να ξεγελάσω το χρόνο. Μπήκα στο πρώτο ταξί που πέρασε και πήγα σπίτι. Έβγαλα τα
ρούχα και ξάπλωσα, κοίταξα το μαξιλάρι αλλά δεν είχα την ανάγκη να το πάρω
αγκαλιά. Στριφογύρισα στο κρεβάτι μέχρι να το συνειδητοποιήσω όλο αυτό και
άκουσα το κινητό μου να χτυπάει, είχα ένα μήνυμα.
-Μόλις χώρισα, πέτα την ανάμνηση, έλα να φτιάξουμε μια
καινούργια
-Σε περιμένω σπίτι
Υ.Γ Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό με την ώρα και λοιπά, αλλά το
πιάσατε το υπονοούμενο, ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου